- δαυκί
- (daucus).Φυτό που φύεται στην Κρήτη και του οποίου οι ρίζες και ο σπόρος έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φυτό αυτό, που ονομάζεται και δαύκος, δεν πρέπει να συγχέεται με το φυτό που είναι επιστημονικά γνωστό με την ονομασία δ. ο καρώτος ή αγριοδαυκί.Το τελευταίο αυτό είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, γνωστό ως καρότο, και καλλιεργείται για τη γογγυλώδη, σαρκώδη ρίζα του ως λαχανικό.
* * *το (Μ δαυκίν και δαυκίον) [δαύκος]ο δαύκος.
Dictionary of Greek. 2013.