δαυκί

δαυκί
(daucus).Φυτό που φύεται στην Κρήτη και του οποίου οι ρίζες και ο σπόρος έχουν φαρμακευτικές ιδιότητες. Το φυτό αυτό, που ονομάζεται και δαύκος, δεν πρέπει να συγχέεται με το φυτό που είναι επιστημονικά γνωστό με την ονομασία δ. ο καρώτος ή αγριοδαυκί.Το τελευταίο αυτό είναι κοινό σε όλη την Ελλάδα, γνωστό ως καρότο, και καλλιεργείται για τη γογγυλώδη, σαρκώδη ρίζα του ως λαχανικό.
* * *
το (Μ δαυκίν και δαυκίον) [δαύκος]
ο δαύκος.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • δαυλί — το 1. μικρός δαυλός 2. φρ. «ξύλα, κούτσουρα, δαυλιά καμένα» για όσους μιλούν ασυνάρτητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < *δαυλίον, υποκοριστικό τού μσν. δαυλός (πρβλ. γαστρίον γαστρί, δαυκίον δαυκί, καρφίον καρφί] …   Dictionary of Greek

  • δαύκος — ο (AM δαῡκος) 1. γένος σκιαδανθών με κυριότερο είδος το καρότο, ο δαύκος το καρωτόν 2. ο υπόγειος βλαστός τού φυτού, το καρότο αρχ. 1. φαρμακευτικό φυτό τής Κρήτης, δαυκί 2. το άγριο καρότο, ο σταφυλίνος. [ΕΤΥΜΟΛ. Πρόκειται για φυτό το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • λαυκί — Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 420 μ., 94 κάτ.) της Κέρκυρας. Βρίσκεται στο βορειοανατολικό τμήμα του νησιού, 36 χλμ. ΒΔ της πόλης της Κέρκυρας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Θιναλίου του νομού Κερκύρας. Μέχρι το 1940 ονομαζόταν Λαύκη ή Λαύκα. * * *… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”